- σκληρύνεται
- σκληρύ̱νεται , σκληρύνωhardenaor subj mid 3rd sg (epic)σκληρύ̱νεται , σκληρύνωhardenpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… … Dictionary of Greek
θηραϊκός — ή, ό (Α θηραϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικος νεοελλ. 1. φρ. «θηραϊκή γη» η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από… … Dictionary of Greek
θόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Th. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινίδων. Έχει ατομικό αριθμό 90, ατομική μάζα 232,04 και δύο σταθερά ισότοπα· το 230Th, που ονομάζεται και ιόνιο, εκπέμπει ισχυρά σωμάτια α.… … Dictionary of Greek
καρκινώ — καρκινῶ, όω (Α) [καρκίνος] 1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο*, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.) 2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.) 3. παθ … Dictionary of Greek
κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης … Dictionary of Greek